καθοδηγεῖ

καθοδηγεῖ
καθοδηγέω
guide
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
καθοδηγέω
guide
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
καθοδηγέω
guide
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
καθοδηγέω
guide
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • δαδούχος — ο (Α δᾳδοῡχος) 1. αυτός που κρατά δάδα, ο λαμπαδηφόρος 2. εκείνος που φωτίζει, καθοδηγεί τους άλλους («δᾳδοῡχοι τῆς σοφίας») αρχ. 1. ιερατικό αξίωμα τών Ελευσίνιων Μυστηρίων 2. ως επίθ. (για τον ήλιο) φωτοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + ούχος… …   Dictionary of Greek

  • ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… …   Dictionary of Greek

  • καθοδηγητής — ο [καθοδηγώ] αυτός που καθοδηγεί, οδηγητής, ηγέτης («πολιτικός καθοδηγητής») …   Dictionary of Greek

  • κατήχηση — Στοιχειώδης διδασκαλία του δόγματος της χριστιανικής πίστης. Αρχικά, η κ. απευθυνόταν προς τους ενηλίκους που επρόκειτο να βαπτιστούν· σήμερα απευθύνεται κυρίως στα παιδιά (κατηχητικά σχολεία). K. ονομάζεται και το σχετικό βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

  • μακέτα — η αναπαράσταση σε μικρογραφία μιας κατασκευής με σκοπό την πληρέστερη μελέτη της ή για επίδειξη 2. γραπτό προσχέδιο ενός έργου, σχεδίασμα που χρησιμεύει στο να καθοδηγεί τον δημιουργό του ως πρότυπο στην εκτέλεση 3. (γραφ. τέχν.) έγχρωμο πρότυπο …   Dictionary of Greek

  • με — (I) και μέ (συντετμημένος τύπος τού εμέ, αιτ. τού εγώ) όταν προτάσσεται τού ρήματος συνήθως διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική λέξη, ενώ όταν επιτάσσεται σχεδόν πάντοτε παραμένει άτονο και είναι εγκλιτική λέξη (α. «μέ… …   Dictionary of Greek

  • μεταγωγητικός — μεταγωγητικός, ή, όν (Μ) κατάλληλος στο να καθοδηγεί κάποιον («ἑρμηνεία... εἰς σωτηρίαν μεταγωγητική», Μ. Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγωγή κατά τα επίθ. σε ητικός μέσω ενός αμάρτυρου *μεταγωγητός] …   Dictionary of Greek

  • οδηγητής — ο, θηλ. οδηγήτρια και οδηγήτρα (ΑΜ ὁδηγητήρ, ῆρος) αυτός που οδηγεί, οδηγός / νεοελλ. 1. ο καθοδηγητής, ο ηγέτης 2. το θηλ. η οδηγήτρια α) σταθερή γραμμή ή καμπύλη η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την περιγραφή καμπύλης ή επιφάνειας β) τεχνολ. ο… …   Dictionary of Greek

  • ορθοτόμος — (I) ο (ΑΜ ὀρθοτόμος ον) 1. αυτός που τέμνει σε ευθεία γραμμή 2. μτφ. αυτός που καθοδηγεί σωστά, αυτός που διδάσκει τα ορθά δόγματα. επίρρ... ὀρθοτόμως (Μ) κατά την ορθή κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τόμος (< τέμνω), πρβλ. καινο τόμος].… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”